στυφελίζω

στυφελίζω
Α
1. χτυπώ κάτι με δύναμη και τό τραντάζω
2. κακομεταχειρίζομαι κάποιον είτε με λόγια είτε με έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, το ρ. στυφελίζω και τα επίθ. στυφελός, στύφλος ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *steu-p- «κορμός, χτυπώ» (πρβλ. στύπος*, τύπτω*). Προβληματική παραμένει η σχέση τών τ. στυφελίζω, στυφελός, στύφλος. Παρά την αρχαιότητά του, το ρ. στυφελίζω θα μπορούσε να έχει προέλθει από το επίθ. στυφ-ελός «τραχύς» (για το επίθημα -ελος πρβλ. εἴκ-ελος), μέσω μιας σημ. «είμαι ή γίνομαι σκληρός από χτυπήματα που δέχθηκα», ενώ το επίθ. στύφλος / στυφλός είναι πιθ. προϊόν συγκοπής από το στυφελός (πρβλ. πυκνός: πυκινός). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, ο τ. στυφελός έχει προέλθει από το στύφλος / στυφλός (αβέβαιου τονισμού, για το επίθημα πρβλ. μάχ-λος, φαῦ-λος) κατ' επίδραση τού επικού ρ. στυφελίζω, το οποίο είναι πιθ. σχηματισμένο κατά το ἐλελίζω. Ελάχιστα πιθανή, τέλος, θεωρείται η σύνδεση τής οικογένειας αυτής με το ρ. στύφω, το οποίο, όμως, έχει ασκήσει επίδραση στη σημασιολογική εξέλιξη τού επιθ. στυφελός από τη σημ. «τραχύς» στη σημ. «στυφός, όξινος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στυφελίζω — strike hard pres subj act 1st sg στυφελίζω strike hard pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφελίζετε — στυφελίζω strike hard pres imperat act 2nd pl στυφελίζω strike hard pres ind act 2nd pl στυφελίζω strike hard imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφελίξει — στυφελίζω strike hard aor subj act 3rd sg (epic doric) στυφελίζω strike hard fut ind mid 2nd sg στυφελίζω strike hard fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφελίξῃ — στυφελίζω strike hard aor subj mid 2nd sg στυφελίζω strike hard aor subj act 3rd sg στυφελίζω strike hard fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφελίζει — στυφελίζω strike hard pres ind mp 2nd sg στυφελίζω strike hard pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφελίξαι — στυφελίζω strike hard aor inf act στυφελίξαῑ , στυφελίζω strike hard aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφέλιζον — στυφελίζω strike hard imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στυφελίζω strike hard imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφελιζομένου — στυφελίζω strike hard pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφελιζομένους — στυφελίζω strike hard pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφελίζειν — στυφελίζω strike hard pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”